στοιχειωτής — teacher of elements masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιχειωταί — στοιχειωτής teacher of elements masc nom/voc pl στοιχειωτός composed of elements fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιχειωτοῦ — στοιχειωτής teacher of elements masc gen sg στοιχειωτός composed of elements masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιχειωτῇ — στοιχειωτής teacher of elements masc dat sg (attic epic ionic) στοιχειωτός composed of elements fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιχειωτήν — στοιχειωτής teacher of elements masc acc sg (attic epic ionic) στοιχειωτός composed of elements fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιχειωτῶν — στοιχειωτής teacher of elements masc gen pl στοιχειωτός composed of elements fem gen pl στοιχειωτός composed of elements masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιχειωτά — στοιχειωτά̱ , στοιχειωτής teacher of elements masc nom/voc/acc dual στοιχειωτής teacher of elements masc voc sg στοιχειωτής teacher of elements masc nom sg (epic) στοιχειωτός composed of elements neut nom/voc/acc pl στοιχειωτά̱ , στοιχειωτός… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιχειωτικός — ή, όν, ΜΑ [στοιχειωτής] στοιχειώδης («στοιχειωτικὴ παίδων διδασκαλία», Κλήμ. Αλ.) μσν. μαγικός («στοιχειωτικοὶ λόγοι» μαγικοί επωδοί, Σκυλίτζ. Ιω.) αρχ. αυτός που ανήκει σε στοίχο, σε ορισμένη σειρά ή τάξη («ὁ τῆς ἑπταζώνου στοιχειωτικὸς λόγος»,… … Dictionary of Greek
στοιχευτής — ὁ, Α [στοιχεῑον] στοιχειωτής* … Dictionary of Greek
Ευκλείδης — I (330; – 275; π.Χ.). Μαθηματικός. Ελάχιστα στοιχεία είναι γνωστά για τη ζωή του. Αραβικές πηγές αναφέρουν ότι γεννήθηκε στην Τύρο της Συρίας και σπούδασε στην Αθήνα. Την εποχή της βασιλείας του Πτολεμαίου A’ τον κάλεσαν στην Αλεξάνδρεια για να… … Dictionary of Greek